2 ἄλοχος, -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
que nunca ha parido, virgen de Ártemis
ἄ. οὖσα λοχείαν εἴληχεPl.Tht.149b,
ἄλοχος ἐμοὶ δοκεῖ κυρίως ἡ παρθενικὴ λέγεσθαιPorph.ad Il.11.155, cf. Poll.3.15.
• Etimología: De *n̥- y λέχος.
ἄ. οὖσα λοχείαν εἴληχεPl.Tht.149b,
ἄλοχος ἐμοὶ δοκεῖ κυρίως ἡ παρθενικὴ λέγεσθαιPorph.ad Il.11.155, cf. Poll.3.15.